- επιπολάζω
- (AM ἐπιπολάζω) [επιπολής]παραμένω στην επιφάνεια ενός υγρού («οἱ ἐγχέλεις οὐκ ἐπιπολάζουσιν οὐδὲ φέρονται ἄνω», Αριστοτ.)αρχ.1. (ειδ.) (για τροφή) μένω άπεπτος στο στομάχι2. (για πτηνά) πετώ ψηλά3. (για πρόσ.) βρίσκομαι στην κορυφή, υπερισχύω, επικρατώ («ἐπιπολάζοντες... ἐν πᾱσι τοῑς πολιτεύμασιν», Πολ.)4. είμαι άφθονος (α. «ὁ χυμὸς ἐπεπόλασεν», Ιπποκρ.β. «τὴν ἐπιπολάζουσαν κακοπραγμοσύνην», Πολ.)5. υπάρχω σε μεγάλο βαθμό, επικρατώ, συνηθίζομαι («αί μάλιστα ἐπιπολάζουσαι δόξαι», Αριστοτ.)6. πλημμυρίζω («ἐπιπολάσασαν ἄφνω τὴν θάλασσαν», Λουκιαν.)7. είμαι αυθάδης, εγωιστής, φέρομαι υβριστικά («τοὺς ἐπιπολάζοντας καὶ πρὶν ἢ κληθῆναι προεξανισταμένους», Διον. Αλ.)8. (με αιτ.) περιφέρομαι, περιπλανιέμαι9. (με δοτ.) μτφ. ασχολούμαι με κάτι («παύσομαι τῇ ῥητορικῇ ἐπιπολάζων», Λουκιαν.).
Dictionary of Greek. 2013.